λυγγούριον

λυγγούριον
λυγγούριον και λυγκούριον και λιγγούριον και λιγκούριον και λογγούριον, τὸ (Α)
1. πολύτιμος λίθος, είδος εξαιρετικού, σκληρότατου και στερεότατου ηλέκτρου, που, κατά τον Διοσκουρίδη, προέρχεται από αποκρυσταλλωμένα ούρα τού ζώου λυγξ και διακρίνεται ανάλογα με την προέλευσή του σε άρρεν ή θήλυ, ήμερο ή άγριο, από τα οποία το άρρεν και το άγριο θεωρούνταν ως πολυτιμότερα
2. είδος υακίνθου
3. ο τουρμαλίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγξ (I), -γκός (-γγός) + οὖρον (< οὐρῶ). Οι τ. λιγκούριον και λογγούριον είναι πιθ. εσφ. γρφ. τού τ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυγγούριον — amber neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυγγούρια — λυγγούριον amber neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγγούριον — λιγγούριον, τὸ (Α) βλ. λυγγούριον …   Dictionary of Greek

  • λιγκούριον — λιγκούριον, τὸ (Α) βλ. λυγγούριον …   Dictionary of Greek

  • λογκούριον — λογκούριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὕαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λυγκούριον και λυγγούριον* (πρβλ. λογούριον)] …   Dictionary of Greek

  • λογούριον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὕελος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λυγγούριον] …   Dictionary of Greek

  • λυγκούριον — λυγκούριον, τὸ (Α) βλ. λυγγούριον …   Dictionary of Greek

  • λύγκας — (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε… …   Dictionary of Greek

  • χαννιαίος — ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθανώς το λυγγούριον* ή ο τουρμαλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάννη «είδος ψαριού» + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”